- ψαρός
- -ή, -όγκριζομάλλης, ασπρισμένος, ψαρής.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ψάρος — ή ψᾱρος, ὁ, Α 1. το πτηνό ψαρ 2. είδος θαλάσσιου ψαριού. [ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. θεματικός τ. τού ψάρ*] … Dictionary of Greek
ψαρός — (I) ή, ό / ψαρός, ά, όν, ΝΜΑ, και τ. θηλ. ψαριά Ν [ψάρ] (κυρίως για ζώα) αυτός που έχει γκρίζο τρίχωμα νεοελλ. 1. (για πρόσ.) αυτός που έχει αρχίσει να ασπρίζει, γκριζομάλλης 2. (στον Ερωτόκρ.) (για άλογο) ταχύς αρχ. 1. διάστικτος, κατάστικτος 2 … Dictionary of Greek
ψαρός — ψᾱρός , ψάρ starling masc gen sg ψᾱρός , ψαρός like a starling masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ψαρός, Αντώνιος — Ναυτικός που καταγόταν από τη Μύκονο. Διετέλεσε πλοηγός του ρωσικού στόλου στις ελληνικές θάλασσες στον πρώτο ρωσοτουρκικό πόλεμο, στη διάρκεια του οποίου οι Ρώσοι κατέλαβαν τις Κυκλάδες (1770 74). Στις αρχές του 1771 ο Ψ., μετά από αίτηση των… … Dictionary of Greek
ψαρ — ψαρός, ο / ψάρ, ΝΑ, και ιων. τ. ψήρ, ψηρός, Α το πουλί ψαρόνι νεοελλ. παλαιότερη λόγια ονομασία τού γένους στρουθιόμορφων πτηνών στούρνος. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Όπως συμβαίνει και με άλλα ονόματα πτηνών, οι τ. μπορεί να συνδέονται, αλλά… … Dictionary of Greek
ψᾶροι — ψᾶρος masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψαρά — ψᾱρά , ψαρός like a starling neut nom/voc/acc pl ψᾱρά̱ , ψαρός like a starling fem nom/voc/acc dual ψᾱρά̱ , ψαρός like a starling fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπόψαρος — ον, Α (για άλογο) λίγο ψαρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ψαρός] … Dictionary of Greek
ψαρής — ιά, ί, και ψαρύς, ιά, ύ, Ν 1. (για πρόσ.) αυτός που έχει γκρίζα μαλλιά, ψαρός 2. (για ζώα και κυρίως για άλογα) αυτός που έχει τρίχωμα γκρίζου χρώματος 3. το αρσ. ως ουσ. ο ψαρής το γκρίζο άλογο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψαρός* (< ψάρ «είδος πουλιού») +… … Dictionary of Greek
ψαραίνω — και ψαρένω Ν [ψαρός] γίνομαι ψαρός, γκριζάρω … Dictionary of Greek